ανείπωτος

ανείπωτος
-η, -ο
ανεκδιήγητος, απερίγραπτος: Ανείπωτες είναι οι στερήσεις που δοκίμασε ο ελληνικός λαός στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής Κατοχής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανείπωτος — η, ο 1. ο μη ειπωμένος, εκείνος που δεν έχει λεχθεί 2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να ειπωθεί, απερίγραπτος, ανεκδιήγητος 3. αυτός που δεν πρέπει να ειπωθεί, άρρητος …   Dictionary of Greek

  • άλεκτος — και άλεχτος, η, ο (Α ἄλεκτος, ον) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, ανείπωτος, απερίγραπτος νεοελλ. αυτός που δεν λέχθηκε, δεν ειπώθηκε ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λεκτὸς < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • άπτερος — κ. άφτερος, η, ο (AM ἄπτερος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν έβγαλε ακόμη φτερά, ο απτέρωτος αρχ. (για λόγο) 1. αυτός που δεν έχει λεχθεί, ανείπωτος 2. αυτός που δεν έχει επιβεβαιωθεί, αβέβαιος, αβάσιμος 3. επίθ. της Αθηνάς Νίκης, που εικονιζόταν… …   Dictionary of Greek

  • αδιήγητος — η, ο (Α ἀδιήγητος, ον) [διηγοῡμαι] 1. αυτός που δεν τόν διηγήθηκε ή δεν τόν περιέγραψε κάποιος 2. που δεν μπορεί να τόν διηγηθεί ή να τόν περιγράψει κανείς, απερίγραπτος, ανείπωτος, ανεκδιήγητος …   Dictionary of Greek

  • αθέσφατος — ον [θέσφατος] 1. (για πράγματα και καταστάσεις) ο τόσο εκπληκτικός, που ούτε θεός μπορεί να τόν περιγράψει, ανείπωτος, απερίγραπτος 2. (για ποσότητες ή διαστάσεις) πολύς, άφθονος, πελώριος …   Dictionary of Greek

  • αλάλητος — η, ο (Α ἀλάλητος, ον) αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος 2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη 3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία 4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω τής νεαρής… …   Dictionary of Greek

  • ανείδωτος — η, ο (Μ ἀνείδωτος, ον) νεοελλ. ο αθέατος μσν. ο πρωτοφανής, ο παράδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδα, κατά το είπα ανείπωτος] …   Dictionary of Greek

  • ανεκδιήγητος — η, ο (Α ἀνεκδιήγητος, ον) [εκδιηγούμαι] αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανείπωτος …   Dictionary of Greek

  • ανώνυμος — η, ο (Α ἀνώνυμος, ον) 1. ο χωρίς όνομα 2. αυτός που δεν φέρει υπογραφή («ἀνώνυμη καταγγελία», «ἀνώνυμος μήνυσις», Λυσίας) νεοελλ. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο αρχ. 1. ανείπωτος, απερίγραπτος 2. αυτός που δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • απειρέσιος — ἀπειρέσιος, α, ον κ. απερείσιος, α, ον (Α) 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αναρίθμητος, πολύς 3. ανείπωτος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”